αλκαλιοποιώ

αλκαλιοποιώ
(-έω)
βλ. αλκαλικοποιώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλκαλικοποιώ — και αλκαλιοποιώ ( έω) προσδίδω σε κάποια ουσία αλκαλικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλκαλικός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. alcaliniser] …   Dictionary of Greek

  • αλκαλιώνω — ή αλκαλιοποιώ [άλκαλι] προσθέτω σε μια ουσία άλκαλι ή τής προσδίδω αλκαλική ιδιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”